- ἀρχέκακον
- ἀρχέκακοςbeginning mischiefmasc/fem acc sgἀρχέκακοςbeginning mischiefneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
начальница — НАЧАЛЬНИЦ|А (2*), Ѣ ( А) с. Жен. к начальникъ во 2 знач.: сию [Ольгу] бо хвалѧ(т) Рустие сн҃ве. аки началницю. ибо по см҃рти молѧше Б҃а за Русь. ЛЛ 1377, 20 об. (969); || виновница, зачинщица: и нудимы повары премудреньи браше(н). и ˫ако звѣрь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σταμάτης, Κωνσταντίνος — Λόγιος, δημοσιογράφος και διπλωμάτης στην υπηρεσία της Γαλλίας (Κωνσταντινούπολη 1764 Τσιβιταβέκια 1817). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πόλη και στο Βουκουρέστι πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική (1786). Έζησε τη Γαλλική Επανάσταση,… … Dictionary of Greek